βούλωμαι

βούλωμαι
βούλομαι
will: pres subj mp 1st sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βούλωμαι — βούλομαι will pres subj mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύχω — (I) Α 1. πνέω, φυσώ 2. στεγνώνω, ξηραίνω 3. (ειδικά) εκθέτω κάτι στον αέρα για να στεγνώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψυχή]. (II) ΝΜΑ, και μτγν. τ. ψύγω ΜΑ καθιστώ κάτι ψυχρό, καταψύχω («ὥστε θερμαίνειν τ ἐὰν βούλωμαι καὶ ψύχειν», Πλάτ.) αρχ. 1. δροσίζω 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”